ἀθέου

ἀθέου
ἄθεος
without God
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • безбожьныи — (121) пр. Безбожный, иноверный; еретический; нечестивый: на обличениѥ безбожьны˫а ихъ. и преѡсквьрнѥны˫а ересы. (ἀϑέου) КЕ XII, 265а; дорофеи. иже тоѥ безбожноѥ ѥреси бывъ поборникъ. (ἀϑέως) КР 1284, 380в; безбожныи твои свѣтъ. (ἀϑέσμου) ПНЧ 1296 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Алекторидис, Николаос — Смерть безбожника , Галерея Авероф. Николаос Алекторидис (греч. Νικόλαος Αλεκτορίδης, 1874 г., Кайсери   12.07.1909 г., Афины)  греческий художник, представитель Мюнхенской школы греческой живописи. Содержание …   Википедия

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • υπεισέρχομαι — ὑπεισέρχομαι ΝΜΑ 1. εισέρχομαι κάπου κρυφά, εισδύω επιτήδεια, μπαίνω χωρίς να γίνω αντιληπτός, εισχωρώ απαρατήρητος 2. υποκαθιστώ, αναπληρώνω κάποιον, οικειοποιούμαι τη θέση ή τα δικαιώματά του νεοελλ. μτφ. παρεμβαίνω, παρεμβάλλομαι μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • Βίων — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Β. ο Μιλήσιος (τέλη 6ου – αρχές 5ου αι. π.Χ.). Γλύπτης, γιος τουΔιόδωρου. Μετά την καταστροφή της Μιλήτου (495 494) από τους Πέρσες, εργάστηκε για τους Δεινομενίδες στις Συρακούσες. Στους Δελφούς βρέθηκε μια βάση με …   Dictionary of Greek

  • Καταρτζής, Δημήτριος — (Κωνσταντινούπολη 1730; – Βουκουρέστι 1807). Λόγιος και παιδαγωγός. Ήταν γνωστός και ως Φωτιάδης. Καταγόταν από εύπορη φαναριώτικη οικογένεια. Υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους του ελληνικού Διαφωτισμού και ο πιο πρώιμος θεωρητικός του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”